κουσούρι

κουσούρι
το
(λ. τουρκ.), ελάττωμα, μειονέκτημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουσούρι — το 1. ελάττωμα ή μειονέκτημα (α. «είναι κουτσός και νομίζει ότι όλοι μιλάνε για το κουσούρι του» β. «το παλτό σου έχει κάποιο κουσούρι») 2. κακή συνήθεια («έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kusur] …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακουσούρευτος — η, ο [κουσουρεύω] αυτός που δεν έχει κουσούρι, ψεγάδι, ο αψεγάδιαστος …   Dictionary of Greek

  • ασκημάδι — και ασχη , το [άσκημος] το ελάττωμα, το κουσούρι …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • παρέλλειψις — εως, ἡ, Α 1. παράλειψη ενός από τα δύο όμοια σύμφωνα μιας λέξης, λ.χ. κάλιον αντί κάλλιον 2. (αμφβλ. ερμ.) ελάττωμα, κουσούρι («παρέλλειψις τῆς φύσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλλειψις «παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης»] …   Dictionary of Greek

  • σίφλος — ὁ, Α σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, κουσούρι («σίφλος, μορφῆς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • σίφλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ σπογγώδης υφή ή, κατ άλλους, αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, κουσούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος). Για τη σημ. βλ. λ. σιφλός] …   Dictionary of Greek

  • καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • cusur — CUSÚR, cusururi, s.n. 1. Imperfecţiune, defect, meteahnă, hibă; p.ext. viciu 2. (înv.) Rest, lipsă dintr o sumă de bani (datorată) 3. (înv.) Aluzie – Din tc. kusur Trimis de Anonim, 30.07.2004. Sursa: DEX 98  Cusur ≠ calitate, virtute,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”